- Εὐρυάλα
- Εὐρῠᾰλα one of the Gorgon sisters. παρθένος (= Ἀθάνα)1
αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αὐλῶν τεῦχε πάμφωνον μέλος, ὄφρα τὸν Εὐρυάλας ἐκ καρπαλιμᾶν γενύων χριμφθέντα σὺν ἔντεσι μιμήσαιτ' ἐρικλάγκταν γόον P. 12.20
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Εὐρυάλας — Εὐρυάλᾱς , Εὐρυάλη fem acc pl Εὐρυάλᾱς , Εὐρυάλη fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)